- υπανίσταμαι
- Α1. σηκώνομαι ξαφνικά2. (για θήραμα) πηδώ ξαφνικά μπροστά σε κάποιον, ξεπετιέμαι («πορευομένῳ δὲ αὐτῷ εὐθὺς ἐν τῷ πρώτῳ χωρίῳ ἐπανίσταται λαγώς», Ξεν.)3. σηκώνομαι από τη θέση μου για να τήν παραχωρήσω σε κάποιον («τοῑσι προσβυτέροισι... ἐξ ἕδρης ὑπανίσταμαι», Ηρόδ.)4. αποσύρομαι5. (το αρσ. μτχ. παρακμ. ως επίθ.) ὑπανεστώς(για έδαφος) αυτός που υψώνεται λίγο πάνω από την επιφάνεια πεδιάδας.[ΕΤΥΜΟΛ. < υπ(ο)-* + ἀνίσταμαι «εκπηδώ, εκτινάσσομαι»].
Dictionary of Greek. 2013.